- εχιδνοχαρής
- ἐχιδνοχαρής, -ές (Α)αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση στις έχιδνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -χαρής (< *χάρος «χαρά»), πρβλ. περι-χαρής, υδρο-χαρής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… … Dictionary of Greek